-
1 возродиться
-
2 возродить
-ожу, -одишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ожденный, βρ: -ден, -дена, -деноρ.σ.μ.αναγεννώ, ξαναζωντανεύω• επανορθώνω, αναδημιουργώ, ανανεώνω• αναστηλώνω.αναγεννιέμαι, επανορθώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
1 возродиться
2 возродить